Eκείνες οι κερασιές…

Κάποτε, τέτοια εποχή, τα πιο παλιότερα και νοσταλγικά εκείνα χρόνια, λίγο πριν του Αγιο Κωνσταντίνου, τότε που η Άνοιξη οργίαζε κι ο κούκος τόλεγε πέρα στα βουνά, οι κάτοικοι του χωριού μας, είχαν κι έναν ακόμα λόγο να επισκέπτονται τα περιβόλια και τα χωράφια τους και να παραμένουν επί ώρα πολύ, σε αυτά…..

Οι κερασιές, με το φανταχτερό άνθισμά τους και το λαχταριστό εκείνο καρπό, που ωρίμαζε τέτοια εποχή, έγραψαν τη δική τους «ιστορία» στο όμορφο χωριό μας.

Οι κάτοικοί του, παππούδες και πατεράδες μας, μπορεί να ήταν φτωχοί και να στερούνταν χρημάτων, ωστόσο, όμως, με αντιστάθμισμα την ευρηματικότητα, την μεθοδικότητα και προπάντων την εργατικότητά τους, απολάμβαναν κάθε λογής «πολυτέλεια», όπως και τη νοστιμιά του λαχταριστού αυτού καρπού.

Καθέσπιτο, κάθε οικογένεια, είχε φροντίσει μαζί με τις συκιές, τις αμυγδαλιές, τις καρυδιές, τις ροδιές, τις κυδωνιές, τις μπουρνελιές, να έχει τουλάχιστον και από μια κερασιά. Δεν υπήρχε αυλή, περιβόλι στη ρεματιά, απόμακρο χωράφι, που να μην έχει μέσα του κι από μια κερασιά, η οποία απολάμβανε τη μεγαλόπρεπη φροντίδα του ιδιοκτήτη της.

Τι να πρωτοθυμηθούμε; Τις κερασιές του Κουμανόγιαννη και του Πέτρου μέσα στο χωριό, του Αντωνόγιαννη στου Χούζαρη και στην Κακοκεφάλα, του Μιχάλη και του Αντωνάκου στο Λάζο, του Κουντρέλη στη δεξαμενή, του Σοφιανού στην κουμαριά, του Τσαγκαρόγιανη και του Μπουλουγούρη στα περιβόλια, του Καραζή στα Ρολλέικα, του Βασίλη του Ρόλλα στο Καστανόρεμα και τόσες μα τόσες άλλες…..

Καμάρωναν οι νοικοκυραίοι για τις κερασιές τους και τις πρόσεχαν πολύ, χρησιμοποιώντας κάθε πρωτότυπη μέθοδο καλλιέργειας της εποχής. Ως και τα σκιάχτρα ακόμα που ήταν επάνω τους, δεν ήταν τυχαία. Τα καλύτερα αμερικάνικα πολυφορεμένα σακάκια και ριγέ παντελόνια, λίγο πριν πάρουν το δρόμο για κουρέλια στον αργαλείο, φάνταζαν τεντωμένα επάνω τους σαν ανθρώπινες φιγούρες, για να τρομάζουν κίσσες, κοτσύφια και καρακάξες.

Καμαρώναμε όμως και ‘μεις (για την ευστροφία μας), ειδικά όταν καταστρώναμε σχέδιο δράσης για το «πιά κερασιά θα επισκεφθούμε» αναλόγως της περιστάσεως (ημέρα, ώρα απουσίας ιδιοκτήτη κ.α.), έτσι ώστε να μη γίνουμε αντιληπτοί.

Σείονταν ολόκληρο το δένδρο σε κάθε ληστρική, κυριολεκτικά, προσχεδιασμένη επιδρομή μας. Κι όταν, σπανίως καμιά φορά, ο ιδιοκτήτης κάτι αντιλαμβάνονταν και πλησίαζε επικίνδυνα, τότε, μη έχοντας άλλη επιλογή, μέναμε εντελώς ακίνητοι και καμουφλαρισμένοι επάνω στο δένδρο, πίσω απ΄ τα πυκνά φυλλώματα, ευελπιστώντας στην γρήγορη αποχώρησή του και στην εξομάλυνση της όλης κατάστασης, ώστε να συνεχίσουμε το έργο μας. Φορές όμως που δεν συνέβαινε αυτό και ο ιδιοκτήτης πλησίαζε περισσότερο απ΄το κανονικό, τότε η κατάσταση εξελίσσονταν σε κωμικοτραγική. Ήχοι περίεργοι και ασυνήθιστοι ξεχύνονταν στα ξαφνικά στην ατμόσφαιρα, όπως φωνές, απειλές και «επικλήσεις Ουράνιων Δυνάμεων», σμερδεμένες με σπασίματα κλαδιών, βαρύγδουπα απανωτά πεσίματα απ΄το δένδρο, τρεξίματα στις βατιώνες και κλάματα πολλές φορές, που διατάρασσαν τη μεσημεριανή γαλήνη της ρεματιάς.

Τα χρόνια όμως πέρασαν, τα περιβόλια και οι πανέμορφες λαγκαδιές του χωριού μας, εξακολουθούν να υπάρχουν, χωρίς όμως μέσα τους τις κερασιές. Η έλλειψη ανθρώπινης φροντίδας της οδήγησε στην εξαφάνιση.

Αυτό που έμεινε από κείνες τις κερασιές, είναι οι μνήμες από το όμορφο νοσταλγικό μας παρελθόν και μερικές τύψεις, επειδή αφήσαμε τη γη μας από εύφορη και καρπερή να γίνει άγονη και ακαλλιέργητη.

Σήμερα πάντως, η όλη αυτή κατάσταση αλλά και τα σημεία των καιρών, μας αναγκάζουν να προβληματιστούμε ακόμα περισσότερο για τις μέχρι τώρα παραλείψεις μας. Συντελούν δε σε αυτό, οι συμβουλές των γονιών μας, αλλά και ορισμένα ψήγματα σοφίας των σοφών προγόνων μας: «Πλουσιότατος, ο ελαχίστοις αρκούμενος, αυτάρκεια γαρ ο πλούτος της φύσης».

(ΠΗΓΗ: agiasofiablog.gr)